εξωμήτρια κύηση

εξωμήτρια κύηση
Βλ. λ. εγκυμοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ωοθηκικός — ή, ό, Ν [ωοθήκη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωοθήκη 2. φρ. α) «ωοθηκική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αρτηρίας β) «ωοθηκικός βόθρος» ανατ. κατάδυση τού περιτοναίου, όπου βρίσκονται οι ωοθήκες γ) «ωοθηκική ανεπάρκεια» ιατρ. έκκριση …   Dictionary of Greek

  • εξωμήτριος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τη μήτρα 2. φρ. «εξωμήτρια κύηση» η ανάπτυξη γονιμοποιημένου ωαρίου έξω από τη μήτρα (στην ωοθήκη ή στη σάλπιγγα) …   Dictionary of Greek

  • παρακύηση — η ιατρ. ανάπτυξη γονιμοποιημένου ωαρίου έξω από τη μήτρα, εξωμήτρια κύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paracyesis < παρ(α) * + κύησις] …   Dictionary of Greek

  • σαλπιγγεκτομή — η, Ν ιατρ. εγχειρητική αφαίρεση τής μιας ή και τών δύο σαλπίγγων τής μήτρας σε περίπτωση φλεγμονής ή όγκου τού οργάνου ή, ακόμη, και σε εξωμήτρια κύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. salpingectomy (< σάλπιγγα + εκτομή)] …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

  • αιμοπεριτόναιο — Η ύπαρξη αίματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Οφείλεται συνήθως σε ρήξη σπλήνας, συκωτιού ή σε εξωμήτρια κύηση …   Dictionary of Greek

  • εξωμήτριος — α, ο που γίνεται έξω από τη γυναικεία μήτρα (αντίθ. ενδομήτριος): Εξωμήτρια κύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακύηση — η (ιατρ.), εξωμήτρια κύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”